ηγουμενεύω

ηγουμενεύω
[ηγούμενος]
είμαι ηγούμενος ή ηγουμένη ή εκτελώ χρέη ηγουμένου ή ηγουμένης σε μοναστήρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηγουμενεύω — είμαι ηγούμενος σε μοναστήρι ή αναπληρώνω ηγούμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”